- τρίγλη
- τρίγληred mulletfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίγλῃ — τρίγλη red mullet fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγλη — και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Α παλαιότερη λόγια ονομασία τού περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς… … Dictionary of Greek
τρίγλαι — τρίγλη red mullet fem nom/voc pl τρίγλᾱͅ , τρίγλη red mullet fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλῶν — τρίγλη red mullet fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγλαις — τρίγλη red mullet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγλην — τρίγλη red mullet fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγλης — τρίγλη red mullet fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγλῃσιν — τρίγλη red mullet fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίς — ίδος, ἡ, Α (υποκορ. τού τρίγλη) μικρή τρίγλη, μπαρμπουνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] … Dictionary of Greek
καπόνι — Κοινή ονομασία ψαριών της οικογένειας των τριγλιδών, της ομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που απαντούν σε όλες τις εύκρατες και τροπικές θάλασσες. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός στηθικού πτερυγίου, το οποίο φέρει 2 ή 3 ακτίνες μεγεθυμένες… … Dictionary of Greek